εὐαίνητος

εὐαίνητος
εὐαίν-ητος, ον, = foreg.,
A

Ὀρφεύς Pi.P.4.177

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐαίνητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”